τράμπα

τράμπα
η
(λ. τουρκ.), ανταλλαγή, αντάλλαγμα: Να κάνουμε τράμπα τα πρόβατα με το μοσχάρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τράμπα — η, Ν 1. ανταλλαγή, αντιπραγματισμός («έκανε τράμπα πέντε κιλά κρασί με πέντε κιλά λάδι») 2. συνεκδ. αντάλλαγμα 3. φρ. «με σκατά τράμπα δεν γίνεται» δηλώνει ότι το αντάλλαγμα πρέπει να είναι ανάλογο με το προσφερόμενο είδος ή πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • trampă — TRÁMPĂ, trampe, s.f. (reg.) Schimb în natură; troc. ♦ (fam.) Aranjament, afacere (prin intermediari). ♢ expr. A face (cuiva) trampa = a mijloci cuiva o afacere, o întâlnire etc. [var.: treámpă s.f.] – Din tc. trampa. Trimis de claudia, 13.09.2007 …   Dicționar Român

  • τραμπαλίζομαι — τραμπαλίστηκα, κουνιέμαι στην τραμπάλα (βλ. λ.): Τράμπα, τραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι (λαϊκός στίχος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”